ἕλκομαι

ἕλκομαι
ἕλκω
sulcus
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έλκομαι — βλ. πίν. 26 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • αλληλέλκομαι — και αλληλο έλκομαι αμοιβαία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + έλκω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μπαζάρω — 1. τεντώνω το σχοινί και το πανί πλοίου μέχρι την τέλεια προσαρμογή τού ενός με το άλλο 2. έλκομαι ώσπου να εφαρμόσω τελείως με κάτι («άσ το, μπαζάρησε πια το πανί») 3. στερεώνω πέτρες σε τοίχο οικοδομής τοποθετώντας ανάμεσά τους χαλίκια 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συμμεθέλκω — Μ 1. έλκω μαζί 2. (κυρίως το παθ.) συμμεθέλκομαι έλκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (το μέσ.) έλκω κάτι μαζί μου, τό παίρνω μαζί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθέλκω «έλκω, σύρω, τραβώ»] …   Dictionary of Greek

  • γλυκαίνομαι — γλυκαίνομαι, γλυκάθηκα, γλυκαμένος βλ. πίν. 45 Σημειώσεις: γλυκαίνομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική. Σημαίνει → μου αρέσει κάτι, έλκομαι από κάτι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”